ἄρτος

ἄρτος
-ου + N 2 80-94-53-47-33=307 Gn 3,19; 14,18; 18,5; 21,14; 24,33
bread, cake Gn 14,18; food Is 65,25
ἤσθιον ἐκ τῶν ἄρτων τῶν ἐθνῶν they adopted the way of life of the pagans Tob 1,10; ἄρτοι ἐνώπιοί μου bread put in my presence (i.e. of the Lord) Ex 25,30; ἄρτοι τοῦ προσώπου the bread of presence 1 Sm 21,7; ἄρτοι τῆς προθέσεως the bread of presentation, show bread 1 Sm 21,7; ἄρτος ζυμίτης leavened bread Lv 7,13
*JgsA 5,8 ἄρτος bread -ֶלֶחם for MT ָלֶחם?; *Jer 16,7 ἄρτος bread-לחם for MT הם/ל for them; *Ct 5,1 ἄρτον
bread corr.? ἀγρόν יערI (woodland) for MT יערII honeycomb?
Cf. BATTAGLIA 1989; DANIEL, S. 1966 131-136; 141-153; HARL 1986a, 68; LE BOULLUEC 1989 260-
261(Ex 25,30); PELLETIER 1967a, 364-367(Ex 25,30); SHIPP 1979, 102-103; WEVERS 1990
281.373.405.466.480.639; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἅρτος — ἄρτος , ἄρτος cake masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτος — cake masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

  • άρτος — ο η κυριότερη τροφή του ανθρώπου, το ψωμί, το καρβέλι: «άρτος ένζυμος», το συνηθισμένο ψωμί με μαγιά· «άρτος άζυμος», αυτός που δεν έχει μαγιά, ψωμί λειψό· «άγιος άρτος», αυτός που καθαγιάστηκε στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας και μετουσιώθηκε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλειφατίτης άρτος — ἀλειφατίτης ἄρτος, ο (Α) ψωμί παρασκευασμένο με προσθήκη λαδιού ή λίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφατα, πληθ. τής λ. ἄλειφαρ *] …   Dictionary of Greek

  • ἄρτω — ἄρτος cake masc nom/voc/acc dual ἄρτος cake masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Артос — (άρτος) Βсецелая просфора. Так называется большой раскрашенный и позолоченный хлеб, по краям которого пишется полный стих: Христос воскресе и проч., а в середине изображается либо крест, либо Воскресение Христово. В течение Светлой Недели он… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἄρτε — ἄρτος cake masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτοι — ἄρτος cake masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτοιν — ἄρτος cake masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτοιο — ἄρτος cake masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”